κατσηφάρα

κατσηφάρα
η ομίχλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθ. τού αμάρτυρου *κατσηφιά. Το τελευταίο θα πρέπει να προέκυψε είτε από κάποιο επίσης αμάρτυρο επίθ. *κατσηφός < κατηφής είτε υποχωρητικά από ένα αμάρτυρο ρ. *κατσηφιάζω < κατηφιώ < κατηφής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”